- κοιλοφθαλμία
- κοιλοφθαλμία, ἡ (Α) [κοιλόφθαλμος]το να έχει κάποιος κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλοφθαλμιᾷ — κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres subj mp 2nd sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres ind mp 2nd sg (epic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres subj act 3rd sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμίαν — κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem acc sg (attic doric aeolic) κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοιλοφθαλμίᾱν , κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμιᾶν — κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem gen pl (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc voc sg (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμιῶν — κοιλοφθαλμία sunkenness of eyes fem gen pl κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc voc sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act neut nom/voc/acc sg κοιλοφθαλμιάω have sunken eyes pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek